- σταυροτύπως
- σταυρότυποςmarked with the crossadverbialσταυρότυποςmarked with the crossmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταυρότυπος — η, ο / σταυρότυπος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει το σχήμα τού σταυρού. Επίρρ. ΜΑ σταυροτύπως σταυροειδώς, σταυρωτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + τυπος (< τύπτω), πρβλ. χρυσό τυπος] … Dictionary of Greek